Translation meaning & definition of the word "congregation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνένωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Congregation
[Συνάθροιση]/kɑŋgrəgeʃən/
noun
1. A group of people who adhere to a common faith and habitually attend a given church
- synonym:
- congregation ,
- fold ,
- faithful
1. Μια ομάδα ανθρώπων που προσκολλώνται σε μια κοινή πίστη και συνήθως παρακολουθούν μια δεδομένη εκκλησία
- συνώνυμο:
- εκκλησία ,
- πτυχώ ,
- πιστός
2. An assemblage of people or animals or things collected together
- "A congregation of children pleaded for his autograph"
- "A great congregation of birds flew over"
- synonym:
- congregation
2. Μια συναρμολόγηση ανθρώπων ή ζώων ή πραγμάτων που συλλέγονται μαζί
- "Μια εκκλησία παιδιών παρακαλούσε για το αυτόγραφό του"
- "Μια μεγάλη συνάθροιση πουλιών πέταξε πάνω"
- συνώνυμο:
- εκκλησία
3. The act of congregating
- synonym:
- congregation ,
- congregating
3. Η πράξη της εκκλησίας
- συνώνυμο:
- εκκλησία ,
- συναθροίζω