Translation meaning & definition of the word "congratulation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγχαρητήρια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Congratulation
[Συγχαρητήρια]/kəngræʧəleʃən/
noun
1. The act of acknowledging that someone has an occasion for celebration
- synonym:
- congratulation ,
- felicitation
1. Η πράξη της αναγνώρισης ότι κάποιος έχει μια ευκαιρία για γιορτή
- συνώνυμο:
- συγχαρητήρια ,
- εγκληματικότητα
2. (usually plural) an expression of pleasure at the success or good fortune of another
- "I sent them my sincere congratulations on their marriage"
- synonym:
- congratulation ,
- felicitation
2. (συνήθως πληθυντικό) μια έκφραση ευχαρίστησης στην επιτυχία ή την καλή τύχη ενός άλλου
- "Τους έστειλα τα ειλικρινή μου συγχαρητήρια για το γάμο τους"
- συνώνυμο:
- συγχαρητήρια ,
- εγκληματικότητα