Translation meaning & definition of the word "congratulate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγχαρητήρια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Congratulate
[Συγχαίρω]/kəngræʧəlet/
verb
1. Say something to someone that expresses praise
- "He complimented her on her last physics paper"
- synonym:
- compliment ,
- congratulate
1. Πες κάτι σε κάποιον που εκφράζει έπαινο
- "Την συμφιλίωσε στο τελευταίο της χαρτί φυσικής"
- συνώνυμο:
- κομπλιμέντο ,
- συγχαίρω
2. Express congratulations
- synonym:
- congratulate ,
- felicitate
2. Συγχαρητήρια
- συνώνυμο:
- συγχαίρω ,
- εγκληματίαση
3. Be proud of
- "He prides himself on making it into law school"
- synonym:
- pride ,
- plume ,
- congratulate
3. Να είστε περήφανοι για
- "Υπερηφανεύεται για το ότι το έκανε νομική σχολή"
- συνώνυμο:
- υπερηφάνεια ,
- λοφίο ,
- συγχαίρω
4. Pride or congratulate (oneself) for an achievement
- synonym:
- preen ,
- congratulate
4. Υπερηφάνεια ή συγχαρητήρια (όνευθ) για ένα επίτευγμα
- συνώνυμο:
- προετοιμάζω ,
- συγχαίρω
Examples of using
I congratulate you on the day of the programmer.
Σας συγχαίρω για την ημέρα του προγραμματιστή.
I congratulate you on your success.
Σας συγχαίρω για την επιτυχία σας.
I congratulate you on passing the examination.
Σας συγχαίρω για την εξέταση.