Translation meaning & definition of the word "conglomerate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγχωνεύστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conglomerate
[Συμπυκνώνω]/kənglɑmərət/
noun
1. A composite rock made up of particles of varying size
- synonym:
- pudding stone ,
- conglomerate
1. Ένας σύνθετος βράχος που αποτελείται από σωματίδια ποικίλου μεγέθους
- συνώνυμο:
- πουτίγκα πέτρα ,
- συσσωρεύω
2. A group of diverse companies under common ownership and run as a single organization
- synonym:
- conglomerate ,
- empire
2. Μια ομάδα διαφορετικών εταιρειών υπό κοινή ιδιοκτησία και λειτουργούν ως ενιαίος οργανισμός
- συνώνυμο:
- συσσωρεύω ,
- αυτοκρατορία
verb
1. Collect or gather
- "Journals are accumulating in my office"
- "The work keeps piling up"
- synonym:
- accumulate ,
- cumulate ,
- conglomerate ,
- pile up ,
- gather ,
- amass
1. Συλλέξτε ή συγκεντρώστε
- "Τα περιοδικά συσσωρεύονται στο γραφείο μου"
- "Η δουλειά συνεχίζει να συσσωρεύεται"
- συνώνυμο:
- συσσωρεύω ,
- συγκεντρώνω
adjective
1. Composed of heterogeneous elements gathered into a mass
- "The conglomerate peoples of new england"
- synonym:
- conglomerate
1. Αποτελείται από ετερογενή στοιχεία που συγκεντρώνονται σε μια μάζα
- "Οι συγκεντρωμένοι λαοί της νέας αγγλίας"
- συνώνυμο:
- συσσωρεύω