Translation meaning & definition of the word "congested" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συνδυασμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Congested
[Συγκεντρωμένο]/kənʤɛstəd/
adjective
1. Overfull as with blood
- synonym:
- congested ,
- engorged
1. Υπερπλήρης όπως με το αίμα
- συνώνυμο:
- συμφόρησε ,
- εμπλουτισμένο
Examples of using
This planet's orbit is congested with hundreds of captured moons.
Η τροχιά αυτού του πλανήτη είναι συμφορημένη με εκατοντάδες αιχμάλωτα φεγγάρια.