Translation meaning & definition of the word "confusion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύγχυση" στην ελληνική γλώσσα
Confusion
[Σύγχυση]noun
1. Disorder resulting from a failure to behave predictably
- "The army retreated in confusion"
- synonym:
- confusion
1. Διαταραχή που προκύπτει από την αποτυχία να συμπεριφερθεί προβλέψιμα
- "Ο στρατός υποχώρησε σε σύγχυση"
- συνώνυμο:
- σύγχυση
2. A mental state characterized by a lack of clear and orderly thought and behavior
- "A confusion of impressions"
- synonym:
- confusion ,
- mental confusion ,
- confusedness ,
- muddiness ,
- disarray
2. Μια ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σαφούς και τακτικής σκέψης και συμπεριφοράς
- "Μια σύγχυση εντυπώσεων"
- συνώνυμο:
- σύγχυση ,
- ψυχική σύγχυση ,
- λασπώδεσ ,
- αποδιοργάνωση
3. A feeling of embarrassment that leaves you confused
- synonym:
- confusion ,
- discombobulation
3. Ένα αίσθημα αμηχανίας που σας αφήνει μπερδεμένους
- συνώνυμο:
- σύγχυση ,
- αποσυνδυασμό
4. An act causing a disorderly combination of elements with identities lost and distinctions blended
- "The confusion of tongues at the tower of babel"
- synonym:
- confusion
4. Μια πράξη που προκαλεί έναν άτακτο συνδυασμό στοιχείων με χαμένες ταυτότητες και διακρίσεις που συνδυάζονται
- "Η σύγχυση των γλωσσών στον πύργο της βαβέλ"
- συνώνυμο:
- σύγχυση
5. A mistake that results from taking one thing to be another
- "He changed his name in order to avoid confusion with the notorious outlaw"
- synonym:
- confusion ,
- mix-up
5. Ένα λάθος που προκύπτει από τη λήψη ενός πράγματος για να είναι κάτι άλλο
- "Άλλαξε το όνομά του για να αποφύγει τη σύγχυση με τον περιβόητο παράνομο"
- συνώνυμο:
- σύγχυση ,
- ανακατεύω