Translation meaning & definition of the word "confounded" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "μπερδεμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Confounded
[Συγκεχυμένος]/kənfaʊndɪd/
adjective
1. Perplexed by many conflicting situations or statements
- Filled with bewilderment
- "Obviously bemused by his questions"
- "Bewildered and confused"
- "A cloudy and confounded philosopher"
- "Just a mixed-up kid"
- "She felt lost on the first day of school"
- synonym:
- baffled ,
- befuddled ,
- bemused ,
- bewildered ,
- confounded ,
- confused ,
- lost ,
- mazed ,
- mixed-up ,
- at sea
1. Μπερδεμένος από πολλές αντικρουόμενες καταστάσεις ή δηλώσεις
- Γεμάτο μπερδέματα
- "Προφανώς σαστισμένος από τις ερωτήσεις του"
- "Σαστισμένος και μπερδεμένος"
- "Ένας θολός και μπερδεμένος φιλόσοφος"
- "Απλά ένα μπερδεμένο παιδί"
- "Ένιωσε χαμένη την πρώτη μέρα του σχολείου"
- συνώνυμο:
- μπερδεμένος ,
- σαστίζω ,
- σαστισμένος ,
- συγχύζομαι ,
- χάθηκε ,
- ταράζω ,
- ανακατεμένος ,
- στη θάλασσα
Examples of using
He was confounded at the sight of the teacher.
Ήταν μπερδεμένος στη θέα του δασκάλου.
His strange habit confounded them.
Η παράξενη συνήθειά του τους μπέρδεψε.