Translation meaning & definition of the word "conformist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμφωνητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conformist
[Συμφορητικόσ]/kənfɔrmɪst/
noun
1. Someone who conforms to established standards of conduct (especially in religious matters)
- synonym:
- conformist
1. Κάποιος που συμμορφώνεται με τα καθιερωμένα πρότυπα συμπεριφοράς (ειδικά σε θρησκευτικά θέματα)
- συνώνυμο:
- κομφορμιστήσ
adjective
1. Marked by convention and conformity to customs or rules or styles
- "Underneath the radical image teenagers are surprisingly conformist"
- synonym:
- conformist
1. Επισημαίνεται από τη σύμβαση και τη συμμόρφωση με τα τελωνεία ή τους κανόνες ή τα στυλ
- "Κάτω από τη ριζοσπαστική εικόνα οι έφηβοι είναι εκπληκτικά κομφορμιστές"
- συνώνυμο:
- κομφορμιστήσ
2. Adhering to established customs or doctrines (especially in religion)
- synonym:
- conforming ,
- conformist
2. Τήρηση καθιερωμένων εθίμων ή δογμάτων (ειδικά στη θρησκεία)
- συνώνυμο:
- συμμορφούμενοσ ,
- κομφορμιστήσ