Translation meaning & definition of the word "conform" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμμόρφωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conform
[Συμφωνώ]/kənfɔrm/
verb
1. Be similar, be in line with
- synonym:
- conform
1. Να είστε παρόμοιοι, να είστε σύμφωνοι με
- συνώνυμο:
- συμμορφώνομαι
2. Adapt or conform oneself to new or different conditions
- "We must adjust to the bad economic situation"
- synonym:
- adjust ,
- conform ,
- adapt
2. Προσαρμοστείτε ή συμμορφωθείτε με νέες ή διαφορετικές συνθήκες
- "Πρέπει να προσαρμοστούμε στην κακή οικονομική κατάσταση"
- συνώνυμο:
- ρυθμίζω ,
- συμμορφώνομαι ,
- προσαρμόζομαι
Examples of using
We must conform to the rules.
Πρέπει να συμμορφωθούμε με τους κανόνες.
You must conform to the rules.
Πρέπει να συμμορφώνεστε με τους κανόνες.