Translation meaning & definition of the word "conflicting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγκρουόμενη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conflicting
[Συγκρούσεων]/kənflɪktɪŋ/
adjective
1. In disagreement
- "The figures are at odds with our findings"
- "Contradictory attributes of unjust justice and loving vindictiveness"- john morley
- synonym:
- at odds(p) ,
- conflicting ,
- contradictory ,
- self-contradictory
1. Διαφωνώ
- "Οι αριθμοί έρχονται σε αντίθεση με τα ευρήματά μας"
- "Αντικρουόμενες ιδιότητες της άδικης δικαιοσύνης και της αγάπης της εκδικητικότητας" - τζον μόρλεϊ
- συνώνυμο:
- σε αποδόσεις() ,
- αντιφατικός ,
- αυτοαντιφατικό
2. On bad terms
- "They were usually at odds over politics"
- "Conflicting opinions"
- synonym:
- conflicting
2. Με κακούς όρους
- "Συνήθως ήταν σε αντίθεση με την πολιτική"
- "Συγκρουόμενες απόψεις"
- συνώνυμο:
- αντιφατικός