Translation meaning & definition of the word "confined" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιορισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Confined
[Περιορισμένος]/kənfaɪnd/
adjective
1. Not invading healthy tissue
- synonym:
- confined
1. Δεν εισβάλλει σε υγιή ιστό
- συνώνυμο:
- περιορισμένος
2. Not free to move about
- synonym:
- confined
2. Δεν είναι ελεύθερο να προχωρήσουμε
- συνώνυμο:
- περιορισμένος
3. Being in captivity
- synonym:
- captive ,
- confined ,
- imprisoned ,
- jailed
3. Είναι σε αιχμαλωσία
- συνώνυμο:
- αιχμάλωτος ,
- περιορισμένος ,
- φυλακισμένος ,
- φυλακίστηκε
Examples of using
He is confined to his house by illness.
Περιορίζεται στο σπίτι του από ασθένεια.
He has been confined to his bed with illness.
Έχει περιοριστεί στο κρεβάτι του με ασθένεια.