Translation meaning & definition of the word "configure" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαμόρφωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Configure
[Διαμορφώνω]/kənfɪgjər/
verb
1. Set up for a particular purpose
- "Configure my new computer"
- "Configure a plane for a combat mission"
- synonym:
- configure
1. Εγκαταστάθηκε για ένα συγκεκριμένο σκοπό
- "Διαμορφώστε τον νέο υπολογιστή μου"
- "Διαμορφώστε ένα αεροπλάνο για μια αποστολή μάχης"
- συνώνυμο:
- διαμορφώνω