Translation meaning & definition of the word "confiding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαχωρισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Confiding
[Αποφασιστικότητα]/kənfaɪdɪŋ/
adjective
1. Willing to entrust personal matters
- "First she was suspicious, then she became confiding"
- synonym:
- confiding
1. Είναι πρόθυμοι να αναθέσουν προσωπικά θέματα
- "Πρώτα ήταν ύποπτη, τότε έγινε εμπιστοσύνη"
- συνώνυμο:
- εμπιστευόμενοσ