Translation meaning & definition of the word "confidential" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπιστευτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Confidential
[Εμπιστευτικόσ]/kɑnfədɛnʃəl/
adjective
1. Entrusted with private information and the confidence of another
- "A confidential secretary"
- synonym:
- confidential
1. Εμπιστευόμενη την ιδιωτική πληροφόρηση και την εμπιστοσύνη του άλλου
- "Εμπιστευτικός γραμματέας"
- συνώνυμο:
- εμπιστευτικόσ
2. (of information) given in confidence or in secret
- "This arrangement must be kept confidential"
- "Their secret communications"
- synonym:
- confidential ,
- secret
2. ( των πληροφοριών) που δίνονται με εμπιστοσύνη ή μυστικά
- "Η ρύθμιση αυτή πρέπει να παραμείνει εμπιστευτική"
- "Οι μυστικές επικοινωνίες"
- συνώνυμο:
- εμπιστευτικόσ ,
- μυστικό
3. Denoting confidence or intimacy
- "A confidential approach"
- "In confidential tone of voice"
- synonym:
- confidential
3. Υποδηλώνοντας εμπιστοσύνη ή οικειότητα
- "Εμπιστευτική προσέγγιση"
- "Με εμπιστευτικό τόνο φωνής"
- συνώνυμο:
- εμπιστευτικόσ
4. The level of official classification for documents next above restricted and below secret
- Available only to persons authorized to see documents so classified
- synonym:
- confidential
4. Το επίπεδο της επίσημης ταξινόμησης των εγγράφων που βρίσκονται ανωτέρω περιορισμένα και κάτω από τα μυστικά
- Διατίθεται μόνο σε πρόσωπα εξουσιοδοτημένα να βλέπουν τα έγγραφα τόσο ταξινομημένα
- συνώνυμο:
- εμπιστευτικόσ
Examples of using
I can see why it's confidential.
Καταλαβαίνω γιατί είναι εμπιστευτικό.
It's confidential.
Είναι εμπιστευτικό.