Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "confidence" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπιστοσύνη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Confidence

[Εμπιστοσύνη]
/kɑnfədəns/

noun

1. Freedom from doubt

  • Belief in yourself and your abilities
  • "His assurance in his superiority did not make him popular"
  • "After that failure he lost his confidence"
  • "She spoke with authority"
    synonym:
  • assurance
  • ,
  • self-assurance
  • ,
  • confidence
  • ,
  • self-confidence
  • ,
  • authority
  • ,
  • sureness

1. Ελευθερία από αμφιβολία

  • Πίστη στον εαυτό σας και στις ικανότητές σας
  • "Η διαβεβαίωσή του στην υπεροχή του δεν τον έκανε δημοφιλή"
  • "Μετά από αυτή την αποτυχία έχασε την εμπιστοσύνη του"
  • "Μίλησε με την εξουσία"
    συνώνυμο:
  • διασφάλιση
  • ,
  • αυτοπεποίθηση
  • ,
  • εμπιστοσύνη
  • ,
  • αρχή
  • ,
  • επινόηση

2. A feeling of trust (in someone or something)

  • "I have confidence in our team"
  • "Confidence is always borrowed, never owned"
    synonym:
  • confidence

2. Ένα αίσθημα εμπιστοσύνης (σε κάποιον ή κάτι)

  • "Έχω εμπιστοσύνη στην ομάδα μας"
  • "Η εμπιστοσύνη είναι πάντα δανεισμένη, δεν ανήκει ποτέ"
    συνώνυμο:
  • εμπιστοσύνη

3. A state of confident hopefulness that events will be favorable

  • "Public confidence in the economy"
    synonym:
  • confidence

3. Μια κατάσταση αυτοπεποίθησης ότι τα γεγονότα θα είναι ευνοϊκά

  • "Εμπιστοσύνη των πολιτών στην οικονομία"
    συνώνυμο:
  • εμπιστοσύνη

4. A trustful relationship

  • "He took me into his confidence"
  • "He betrayed their trust"
    synonym:
  • confidence
  • ,
  • trust

4. Μια εμπιστευτική σχέση

  • "Με πήρε στην εμπιστοσύνη του"
  • "Πρόδωσε την εμπιστοσύνη τους"
    συνώνυμο:
  • εμπιστοσύνη

5. A secret that is confided or entrusted to another

  • "Everyone trusted him with their confidences"
  • "The priest could not reveal her confidences"
    synonym:
  • confidence

5. Ένα μυστικό που εμπιστεύεται ή ανατίθεται σε άλλο

  • "Όλοι τον εμπιστεύτηκαν με την εμπιστοσύνη τους"
  • "Ο ιερέας δεν μπορούσε να αποκαλύψει την εμπιστοσύνη της"
    συνώνυμο:
  • εμπιστοσύνη

Examples of using

There's often a fine line between confidence and arrogance.
Υπάρχει συχνά μια λεπτή γραμμή μεταξύ εμπιστοσύνης και αλαζονείας.
They have a lot of confidence in Tom's ability.
Έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στην ικανότητα του Τομ.
I thank you for your confidence.
Σας ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σας.