Translation meaning & definition of the word "confide" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαχωρίστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Confide
[Εμπιστεύομαι]/kənfaɪd/
verb
1. Reveal in private
- Tell confidentially
- synonym:
- confide
1. Αποκαλύπτουν ιδιωτικά
- Πείτε εμπιστευτικά
- συνώνυμο:
- εμπιστεύομαι
2. Confer a trust upon
- "The messenger was entrusted with the general's secret"
- "I commit my soul to god"
- synonym:
- entrust ,
- intrust ,
- trust ,
- confide ,
- commit
2. Εμπιστεύομαι
- "Ο αγγελιοφόρος είχε εμπιστευτεί το μυστικό του στρατηγού"
- "Δεσμεύω την ψυχή μου στον θεό"
- συνώνυμο:
- εμπιστεύομαι ,
- εμπιστοσύνη ,
- αποφασίζω