Translation meaning & definition of the word "confidant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ομολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Confidant
[Εμπιστευόμενοσ]/kɑnfədɑnt/
noun
1. Someone to whom private matters are confided
- synonym:
- confidant ,
- intimate
1. Κάποιον στον οποίο εμπιστεύονται ιδιωτικά θέματα
- συνώνυμο:
- έμπιστοσ ,
- οικείος