Translation meaning & definition of the word "confession" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξομολόγηση" στην ελληνική γλώσσα
Confession
[Εξομολόγηση]noun
1. An admission of misdeeds or faults
- synonym:
- confession
1. Αποδοχή παραβάσεων ή σφαλμάτων
- συνώνυμο:
- ομολογία
2. A written document acknowledging an offense and signed by the guilty party
- synonym:
- confession
2. Ένα γραπτό έγγραφο που αναγνωρίζει ένα αδίκημα και υπογράφεται από τον ένοχο
- συνώνυμο:
- ομολογία
3. (roman catholic church) the act of a penitent disclosing his sinfulness before a priest in the sacrament of penance in the hope of absolution
- synonym:
- confession
3. (ρωμαϊκή καθολική εκκλησία) η πράξη μιας μετανοίας που αποκαλύπτει την αμαρτωλότητά του μπροστά σε έναν ιερέα με την ελπίδα
- συνώνυμο:
- ομολογία
4. A public declaration of your faith
- synonym:
- confession
4. Μια δημόσια δήλωση της πίστης σας
- συνώνυμο:
- ομολογία
5. The document that spells out the belief system of a given church (especially the reformation churches of the 16th century)
- synonym:
- confession
5. Το έγγραφο που περιγράφει το σύστημα πεποιθήσεων μιας δεδομένης εκκλησίας (ειδικά τις εκκλησίες της μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα)
- συνώνυμο:
- ομολογία