Translation meaning & definition of the word "confederate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαχωρίστε" στην ελληνική γλώσσα
Confederate
[Συνομοσπονδιακή]noun
1. A supporter of the confederate states of america
- synonym:
- Confederate
1. Υποστηρικτής των συνομόσπονδων πολιτειών της αμερικής
- συνώνυμο:
- Συνομοσπονδιακή
2. Someone who assists in a plot
- synonym:
- confederate ,
- collaborator ,
- henchman ,
- partner in crime
2. Κάποιος που βοηθά σε μια πλοκή
- συνώνυμο:
- συνομοσπονδία ,
- συνεργάτης ,
- χέντσμαν ,
- εταίρος στο έγκλημα
3. A person who joins with another in carrying out some plan (especially an unethical or illegal plan)
- synonym:
- accomplice ,
- confederate
3. Ένα άτομο που ενώνεται με ένα άλλο στην εκτέλεση κάποιου σχεδίου (ειδικά ένα ανήθικο ή παράνομο σχέδιο)
- συνώνυμο:
- συνεργός ,
- συνομοσπονδία
verb
1. Form a group or unite
- "The groups banded together"
- synonym:
- band together ,
- confederate
1. Σχηματίστε μια ομάδα ή ενώστε
- "Οι ομάδες συνενώθηκαν"
- συνώνυμο:
- συναντώ μαζί ,
- συνομοσπονδία
2. Form a confederation with
- Of nations
- synonym:
- confederate
2. Σχηματίζει συνομοσπονδία με
- Από έθνη
- συνώνυμο:
- συνομοσπονδία
adjective
1. Of or having to do with the southern confederacy during the american civil war
- "Confederate soldiers"
- synonym:
- Confederate
1. Έχει ή έχει να κάνει με τη νότια συνομοσπονδία κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου
- "Συνεργάτες στρατιώτες"
- συνώνυμο:
- Συνομοσπονδιακή
2. United in a confederacy or league
- synonym:
- allied ,
- confederate ,
- confederative
2. Ενωμένοι σε μια συνομοσπονδία ή πρωτάθλημα
- συνώνυμο:
- συμμαχικός ,
- συνομοσπονδία ,
- συνομοσπονδιακή