Translation meaning & definition of the word "confectionery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζαχαροπλαστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Confectionery
[Ζαχαροπλαστική]/kənfɛkʃənɛri/
noun
1. Candy and other sweets considered collectively
- "The business decided to concentrate on confectionery and soft drinks"
- synonym:
- confectionery
1. Καραμέλες και άλλα γλυκά που εξετάζονται συλλογικά
- "Η επιχείρηση αποφάσισε να επικεντρωθεί στη ζαχαροπλαστική και τα αναψυκτικά"
- συνώνυμο:
- ζαχαροπλαστική
2. A confectioner's shop
- synonym:
- confectionery ,
- confectionary ,
- candy store
2. Το κατάστημα ενός ζαχαροπλάστη
- συνώνυμο:
- ζαχαροπλαστική ,
- κατάστημα καραμελών
3. The occupation and skills of a confectioner
- synonym:
- confectionery
3. Η κατοχή και οι δεξιότητες ενός ζαχαροπλάστη
- συνώνυμο:
- ζαχαροπλαστική