Translation meaning & definition of the word "confectioner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζαχαροπλάστης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Confectioner
[Ζαχαροπλάστησ]/kənfɛkʃənər/
noun
1. Someone who makes candies and other sweets
- synonym:
- confectioner ,
- candymaker
1. Κάποιος που φτιάχνει καραμέλες και άλλα γλυκά
- συνώνυμο:
- ζαχαροπλάστησ ,
- κηροπήγιο