Translation meaning & definition of the word "confection" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζαχαροπλαστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Confection
[Ζαχαροπλαστική]/kənfɛkʃən/
noun
1. A food rich in sugar
- synonym:
- sweet ,
- confection
1. Τρόφιμα πλούσια σε ζάχαρη
- συνώνυμο:
- γλυκό ,
- ζαχαροπλαστική
2. The act of creating something (a medicine or drink or soup etc.) by compounding or mixing a variety of components
- synonym:
- confection ,
- concoction
2. Η πράξη της δημιουργίας κάτι (φάρμακο ή ποτό ή σούπα κλπ.) με τη σύνθεση ή την ανάμειξη μιας ποικιλίας συστατικών
- συνώνυμο:
- ζαχαροπλαστική ,
- αναρρόφηση
verb
1. Make into a confection
- "This medicine is home-confected"
- synonym:
- confect ,
- confection ,
- comfit
1. Μετατρέπω σε ζαχαροπλαστική
- "Αυτό το φάρμακο είναι μολυσμένο σπίτι"
- συνώνυμο:
- παρακινώ ,
- ζαχαροπλαστική ,
- επιτίθεμαι