Translation meaning & definition of the word "cone" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κόνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cone
[Κόλαση]/koʊn/
noun
1. Any cone-shaped artifact
- synonym:
- cone
1. Οποιοδήποτε τεχνούργημα σε σχήμα κώνου
- συνώνυμο:
- κώνος
2. A shape whose base is a circle and whose sides taper up to a point
- synonym:
- cone ,
- conoid ,
- cone shape
2. Ένα σχήμα του οποίου η βάση είναι ένας κύκλος και των οποίων οι πλευρές κλίνουν μέχρι ένα σημείο
- συνώνυμο:
- κώνος ,
- κωνοειδήσ ,
- σχήμα κώνου
3. Cone-shaped mass of ovule- or spore-bearing scales or bracts
- synonym:
- cone ,
- strobilus ,
- strobile
3. Κωνική μάζα ωοειδών ή σπορίων που φέρουν κλίμακες ή βράκτια
- συνώνυμο:
- κώνος ,
- στροβίλου ,
- στροβιλικόσ
4. A visual receptor cell in the retina that is sensitive to bright light and to color
- synonym:
- cone ,
- cone cell ,
- retinal cone
4. Ένα οπτικό κύτταρο υποδοχέα στον αμφιβληστροειδή που είναι ευαίσθητο στο έντονο φως και στο χρώμα
- συνώνυμο:
- κώνος ,
- κατηγορία: Καλύβα ,
- κώνος αμφιβληστροειδούς
verb
1. Make cone-shaped
- "Cone a tire"
- synonym:
- cone
1. Κάνω κώνο
- "Κανονίστε ένα ελαστικό"
- συνώνυμο:
- κώνος