Translation meaning & definition of the word "conductor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγωγός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conductor
[Αγωγός]/kəndəktər/
noun
1. The person who leads a musical group
- synonym:
- conductor ,
- music director ,
- director
1. Το άτομο που οδηγεί μια μουσική ομάδα
- συνώνυμο:
- αγωγός ,
- μουσικός σκηνοθέτης ,
- διευθυντής
2. A substance that readily conducts e.g. electricity and heat
- synonym:
- conductor
2. Μια ουσία που διεξάγει εύκολα π.χ. ηλεκτρική ενέργεια και θερμότητα
- συνώνυμο:
- αγωγός
3. The person who collects fares on a public conveyance
- synonym:
- conductor
3. Το πρόσωπο που συλλέγει ναύλους σε δημόσια μεταφορά
- συνώνυμο:
- αγωγός
4. A device designed to transmit electricity, heat, etc.
- synonym:
- conductor
4. Μια συσκευή σχεδιασμένη για τη μετάδοση ηλεκτρικής ενέργειας, θερμότητας κ.λπ.
- συνώνυμο:
- αγωγός
Examples of using
The conductor forgot to punch my ticket.
Ο οδηγός ξέχασε να τρυπήσει το εισιτήριό μου.
Tom is a world-famous conductor.
Ο Τομ είναι ένας παγκοσμίου φήμης μαέστρος.
The conductor appeared on the stage.
Ο οδηγός εμφανίστηκε στη σκηνή.