Translation meaning & definition of the word "conduct" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπεριφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conduct
[Συμπεριφορά]/kɑndəkt/
noun
1. Manner of acting or controlling yourself
- synonym:
- behavior ,
- behaviour ,
- conduct ,
- doings
1. Τρόπος δράσης ή ελέγχου του εαυτού σας
- συνώνυμο:
- συμπεριφορά ,
- διεξάγω ,
- πράξεισ
2. (behavioral attributes) the way a person behaves toward other people
- synonym:
- demeanor ,
- demeanour ,
- behavior ,
- behaviour ,
- conduct ,
- deportment
2. (συμπεριφορικές ιδιότητες) ο τρόπος που ένα άτομο συμπεριφέρεται προς άλλους ανθρώπους
- συνώνυμο:
- αντιπαράθεση ,
- απομεινάρι ,
- συμπεριφορά ,
- διεξάγω ,
- απέλαση
verb
1. Direct the course of
- Manage or control
- "You cannot conduct business like this"
- synonym:
- conduct ,
- carry on ,
- deal
1. Κατευθύνω την πορεία
- Διαχείριση ή έλεγχος
- "Δεν μπορείτε να κάνετε επιχειρήσεις όπως αυτή"
- συνώνυμο:
- διεξάγω ,
- συνεχίζω ,
- συμφωνία
2. Lead, as in the performance of a composition
- "Conduct an orchestra
- Barenboim conducted the chicago symphony for years"
- synonym:
- conduct ,
- lead ,
- direct
2. Μόλυβδος, όπως στην απόδοση μιας σύνθεσης
- "Διεξάγει ορχήστρα
- Ο μπαρενμποϊμ διεξήγαγε τη συμφωνία του σικάγου για χρόνια"
- συνώνυμο:
- διεξάγω ,
- οδηγώ ,
- άμεσος
3. Behave in a certain manner
- "She carried herself well"
- "He bore himself with dignity"
- "They conducted themselves well during these difficult times"
- synonym:
- behave ,
- acquit ,
- bear ,
- deport ,
- conduct ,
- comport ,
- carry
3. Συμπεριφερθείτε με έναν συγκεκριμένο τρόπο
- "Έφερε τον εαυτό της καλά"
- "Βαρέθηκε με αξιοπρέπεια"
- "Διευθύνθηκαν καλά σε αυτές τις δύσκολες στιγμές"
- συνώνυμο:
- συμπεριφέρομαι ,
- αθωώνω ,
- αρκούδα ,
- απέλαση ,
- διεξάγω ,
- συμπληρώνω ,
- μεταφέρω
4. Take somebody somewhere
- "We lead him to our chief"
- "Can you take me to the main entrance?"
- "He conducted us to the palace"
- synonym:
- lead ,
- take ,
- direct ,
- conduct ,
- guide
4. Πάρε κάποιον κάπου
- "Τον οδηγούμε στον αρχηγό μας"
- "Μπορείτε να με πάτε στην κύρια είσοδο?"
- "Μας οδήγησε στο παλάτι"
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- παίρνω ,
- άμεσος ,
- διεξάγω ,
- οδηγός
5. Transmit or serve as the medium for transmission
- "Sound carries well over water"
- "The airwaves carry the sound"
- "Many metals conduct heat"
- synonym:
- impart ,
- conduct ,
- transmit ,
- convey ,
- carry ,
- channel
5. Μεταδώστε ή χρησιμεύστε ως μέσο για τη μετάδοση
- "Ο ήχος μεταφέρει πολύ καλά πάνω από το νερό"
- "Τα κύματα αέρα φέρουν τον ήχο"
- "Πολλά μέταλλα παράγουν θερμότητα"
- συνώνυμο:
- μεταδίδω ,
- διεξάγω ,
- μεταφέρω ,
- κανάλι
6. Lead musicians in the performance of
- "Bernstein conducted mahler like no other conductor"
- "She cannot conduct modern pieces"
- synonym:
- conduct
6. Οδηγήστε μουσικούς στην παράσταση του
- "Ο μπέρνσταϊν διεύθυνε τον μάλερ σαν κανέναν άλλο μαέστρο"
- "Δεν μπορεί να φέρει σύγχρονα κομμάτια"
- συνώνυμο:
- διεξάγω
Examples of using
Tom's conduct is a reflection on the way he was brought up.
Η συμπεριφορά του Τομ είναι μια αντανάκλαση για τον τρόπο που ανατράφηκε.
Tom was discharged from the army for conduct unbecoming an officer.
Ο Τομ απολύθηκε από τον στρατό για συμπεριφορά που αποδεχόταν αξιωματικό.
Tom justified his conduct by saying he was very upset.
Ο Τομ δικαιολόγησε τη συμπεριφορά του λέγοντας ότι ήταν πολύ αναστατωμένος.