Translation meaning & definition of the word "conditioned" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλιματιζόμενο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conditioned
[Κλιματιζόμενα]/kəndɪʃənd/
adjective
1. Established by conditioning or learning
- "A conditioned response"
- synonym:
- conditioned ,
- learned
1. Καθιερωμένος με την προετοιμασία ή τη μάθηση
- "Προετοιμασμένη απάντηση"
- συνώνυμο:
- εξαρτώμενο ,
- μάθημα
2. Physically fit
- "Exercised daily to keep herself in condition"
- synonym:
- conditioned ,
- in condition(p)
2. Σωματικά ταιριαστό
- "Ασκείται καθημερινά για να κρατήσει τον εαυτό της σε κατάσταση"
- συνώνυμο:
- εξαρτώμενο ,
- σε κατάσταση()<TAG1>