Translation meaning & definition of the word "conditional" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προϋπόθεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conditional
[Υπό όρουσ]/kəndɪʃənəl/
adjective
1. Qualified by reservations
- synonym:
- conditional
1. Προσόντα από κρατήσεις
- συνώνυμο:
- υπό όρους
2. Imposing or depending on or containing a condition
- "Conditional acceptance of the terms"
- "Lent conditional support"
- "The conditional sale will not be complete until the full purchase price is paid"
- synonym:
- conditional
2. Επιβλητική ή ανάλογα με ή περιέχουσα κατάσταση
- "Προϋπόθεση αποδοχής των όρων"
- "Σταθερή υποστήριξη υπό όρους"
- "Η πώληση υπό όρους δεν θα είναι πλήρης έως ότου καταβληθεί η πλήρης τιμή αγοράς"
- συνώνυμο:
- υπό όρους