Translation meaning & definition of the word "condescending" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπύκνωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Condescending
[Συνδεδεμένοσ]/kɑndɪsɛndɪŋ/
adjective
1. (used of behavior or attitude) characteristic of those who treat others with condescension
- synonym:
- arch ,
- condescending ,
- patronizing ,
- patronising
1. (χρησιμοποιείται για συμπεριφορά ή στάση) χαρακτηριστικό εκείνων που αντιμετωπίζουν τους άλλους με συγκατάθεση
- συνώνυμο:
- αψίδα ,
- συγκαταβατικόσ ,
- υποστηρικτική ,
- πατρονάρουν
Examples of using
The boss spoke in a condescending tone when addressing the female staff members.
Το αφεντικό μίλησε με συγκαταβατικό τόνο όταν απευθύνθηκε στα μέλη του γυναικείου προσωπικού.