Translation meaning & definition of the word "condenser" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπυκνωτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Condenser
[Συμπυκνωτήσ]/kəndɛnsər/
noun
1. An electrical device characterized by its capacity to store an electric charge
- synonym:
- capacitor ,
- capacitance ,
- condenser ,
- electrical condenser
1. Μια ηλεκτρική συσκευή που χαρακτηρίζεται από την ικανότητά της να αποθηκεύει ένα ηλεκτρικό φορτίο
- συνώνυμο:
- πυκνωτήσ ,
- χωρητικότητα ,
- συμπυκνωτήσ ,
- ηλεκτρικός συμπυκνωτής
2. An apparatus that converts vapor into liquid
- synonym:
- condenser
2. Μια συσκευή που μετατρέπει τον ατμό σε υγρό
- συνώνυμο:
- συμπυκνωτήσ
3. A hollow coil that condenses by abstracting heat
- synonym:
- condenser
3. Ένα κοίλο πηνίο που συμπυκνώνεται αφαιρώντας τη θερμότητα
- συνώνυμο:
- συμπυκνωτήσ
4. Lens used to concentrate light on an object
- synonym:
- condenser ,
- optical condenser
4. Φακός που χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση φωτός σε ένα αντικείμενο
- συνώνυμο:
- συμπυκνωτήσ ,
- οπτικός συμπυκνωτής
Examples of using
I think I forgot to rinse the condenser with acetone.
Νομίζω ότι ξέχασα να ξεπλύνω το συμπυκνωτή με ακετόνη.