Translation meaning & definition of the word "condemnation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπέρασμα" στην ελληνική γλώσσα
Condemnation
[Καταδίκη]noun
1. An expression of strong disapproval
- Pronouncing as wrong or morally culpable
- "His uncompromising condemnation of racism"
- synonym:
- disapprobation ,
- condemnation
1. Μια έκφραση ισχυρής αποδοκιμασίας
- Προφέροντας ως λάθος ή ηθικά ενοχή
- "Η ασυμβίβαστη καταδίκη του ρατσισμού"
- συνώνυμο:
- αποδοκιμασία ,
- καταδίκη
2. (law) the act of condemning (as land forfeited for public use) or judging to be unfit for use (as a food product or an unsafe building)
- synonym:
- condemnation
2. (λαβ) η πράξη της καταδίκης της γης (ας που έχασε για δημόσια χρήση) ή κρίνοντας ότι είναι ακατάλληλη για χρήση ( ως προϊόν τροφίμων
- συνώνυμο:
- καταδίκη
3. An appeal to some supernatural power to inflict evil on someone or some group
- synonym:
- execration ,
- condemnation ,
- curse
3. Μια έκκληση σε κάποια υπερφυσική δύναμη να προκαλέσει το κακό σε κάποιον ή κάποια ομάδα
- συνώνυμο:
- εκτέλεση ,
- καταδίκη ,
- κατάρα
4. The condition of being strongly disapproved of
- "He deserved nothing but condemnation"
- synonym:
- condemnation
4. Η κατάσταση της έντονης απόρριψης
- "Δεν άξιζε τίποτα άλλο παρά μόνο καταδίκη"
- συνώνυμο:
- καταδίκη
5. (criminal law) a final judgment of guilty in a criminal case and the punishment that is imposed
- "The conviction came as no surprise"
- synonym:
- conviction ,
- judgment of conviction ,
- condemnation ,
- sentence
5. (ποινικό δίκαιο) τελική κρίση ενοχής σε ποινική υπόθεση και τιμωρία που επιβάλλεται
- "Η πεποίθηση δεν αποτέλεσε έκπληξη"
- συνώνυμο:
- πεποίθηση ,
- κρίση πεποίθησης ,
- καταδίκη ,
- πρόταση