Translation meaning & definition of the word "condemn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συμπέρασμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Condemn
[Καταδικάζω]/kəndɛm/
verb
1. Express strong disapproval of
- "We condemn the racism in south africa"
- "These ideas were reprobated"
- synonym:
- condemn ,
- reprobate ,
- decry ,
- objurgate ,
- excoriate
1. Εκφράστε ισχυρή απόρριψη
- "Καταδικάζουμε τον ρατσισμό στη νότια αφρική"
- "Αυτές οι ιδέες αποδοκίμασαν"
- συνώνυμο:
- καταδικάζω ,
- αποδοκιμάζω ,
- καταστρώματα ,
- επιτίθεμαι ,
- εκτρέφω
2. Declare or judge unfit for use or habitation
- "The building was condemned by the inspector"
- synonym:
- condemn
2. Δηλώστε ή κρίνετε ακατάλληλο για χρήση ή κατοικία
- "Το κτίριο καταδικάστηκε από τον επιθεωρητή"
- συνώνυμο:
- καταδικάζω
3. Compel or force into a particular state or activity
- "His devotion to his sick wife condemned him to a lonely existence"
- synonym:
- condemn
3. Εξαναγκασμός ή δύναμη σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή δραστηριότητα
- "Η αφοσίωσή του στην άρρωστη σύζυγό του τον καταδίκασε σε μια μοναχική ύπαρξη"
- συνώνυμο:
- καταδικάζω
4. Demonstrate the guilt of (someone)
- "Her strange behavior condemned her"
- synonym:
- condemn
4. Επιδείξτε την ενοχή του (αποσ)
- "Η παράξενη συμπεριφορά της την καταδίκασε"
- συνώνυμο:
- καταδικάζω
5. Pronounce a sentence on (somebody) in a court of law
- "He was condemned to ten years in prison"
- synonym:
- sentence ,
- condemn ,
- doom
5. Καταγγείλετε μια ποινή στο (κάποιος) σε δικαστήριο
- "Καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκισης"
- συνώνυμο:
- πρόταση ,
- καταδικάζω
6. Appropriate (property) for public use
- "The county condemned the land to build a highway"
- synonym:
- condemn
6. Κατάλληλο (προτυ) για δημόσια χρήση
- "Η κομητεία καταδίκασε τη γη να χτίσει έναν αυτοκινητόδρομο"
- συνώνυμο:
- καταδικάζω