Translation meaning & definition of the word "concussion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρουστά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Concussion
[Συγκυρία]/kənkəʃən/
noun
1. Injury to the brain caused by a blow
- Usually resulting in loss of consciousness
- synonym:
- concussion
1. Τραυματισμός του εγκεφάλου που προκαλείται από ένα χτύπημα
- Συνήθως οδηγεί σε απώλεια συνείδησης
- συνώνυμο:
- διάσειση
2. Any violent blow
- synonym:
- concussion
2. Οποιοδήποτε βίαιο χτύπημα
- συνώνυμο:
- διάσειση