Translation meaning & definition of the word "conclusive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπεριλαμβανομένης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conclusive
[Συμπεριλαμβάνω]/kənklusɪv/
adjective
1. Forming an end or termination
- Especially putting an end to doubt or question
- "Conclusive proof"
- "The evidence is conclusive"
- synonym:
- conclusive
1. Σχηματίζοντας ένα τέλος ή έναν τερματισμό
- Ειδικά βάζοντας τέλος στην αμφιβολία ή την ερώτηση
- "Συμπεριλαμβανόμενη απόδειξη"
- "Τα στοιχεία είναι πειστικά"
- συνώνυμο:
- πειστικόσ