Translation meaning & definition of the word "concluding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπερίληψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Concluding
[Ολοκληρώνοντασ]/kənkludɪŋ/
adjective
1. Occurring at or forming an end or termination
- "His concluding words came as a surprise"
- "The final chapter"
- "The last days of the dinosaurs"
- "Terminal leave"
- synonym:
- concluding ,
- final ,
- last ,
- terminal
1. Εμφανίζεται ή σχηματίζει τέλος ή τερματισμό
- "Τα συμπερασματικά λόγια του ήρθαν ως έκπληξη"
- "Το τελευταίο κεφάλαιο"
- "Οι τελευταίες μέρες των δεινοσαύρων"
- "Τελική άδεια"
- συνώνυμο:
- ολοκληρώνοντασ ,
- τελικός ,
- τελευταίος ,
- τερματικό