Translation meaning & definition of the word "concerted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συναρμολογημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Concerted
[Συντονισμένο]/kənsərtəd/
adjective
1. Involving the joint activity of two or more
- "Concerted action"
- "The conjunct influence of fire and strong wind"
- "The conjunctive focus of political opposition"
- "A cooperative effort"
- "A united effort"
- "Joint military activities"
- synonym:
- concerted ,
- conjunct ,
- conjunctive ,
- cooperative
1. Τη συμμετοχή της κοινής δραστηριότητας δύο ή περισσοτέρων
- "Συντονισμένη δράση"
- "Η επιρροή της φωτιάς και του ισχυρού ανέμου"
- "Η συζυγική εστίαση της πολιτικής αντιπολίτευσης"
- "Συνεργατική προσπάθεια"
- "Μια ενιαία προσπάθεια"
- "Κοινές στρατιωτικές δραστηριότητες"
- συνώνυμο:
- συντονισμένη ,
- συνδετήρασ ,
- συζευκτικόσ ,
- συνεταιρισμός