Translation meaning & definition of the word "conceptual" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εννοιολογικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conceptual
[Εννοιολογική]/kənsɛpʧuəl/
adjective
1. Being or characterized by concepts or their formation
- "Conceptual discussions"
- "The schizophrenic loses ability to abstract or do conceptual thinking"
- "Sex is a notional category, gender is a grammatical category"
- synonym:
- conceptual
1. Είναι ή χαρακτηρίζεται από έννοιες ή το σχηματισμό τους
- "Εννοιολογικές συζητήσεις"
- "Ο σχιζοφρενής χάνει την ικανότητα να αφηρεί ή να κάνει εννοιολογική σκέψη"
- "Το σεξ είναι μια παραδοσιακή κατηγορία, το φύλο είναι μια γραμματική κατηγορία"
- συνώνυμο:
- εννοιολογικός