Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "conceit" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκευή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Conceit

[Συλλαμβάνω]
/kənsit/

noun

1. Feelings of excessive pride

    synonym:
  • amour propre
  • ,
  • conceit
  • ,
  • self-love
  • ,
  • vanity

1. Αισθήματα υπερβολικής υπερηφάνειας

    συνώνυμο:
  • αμούρ πρόπερ
  • ,
  • απόκρυψη
  • ,
  • αγάπη για τον εαυτό
  • ,
  • ματαιοδοξία

2. An elaborate poetic image or a far-fetched comparison of very dissimilar things

    synonym:
  • conceit

2. Μια περίτεχνη ποιητική εικόνα ή μια μακρινή σύγκριση πολύ ανόμοιων πραγμάτων

    συνώνυμο:
  • απόκρυψη

3. A witty or ingenious turn of phrase

  • "He could always come up with some inspired off-the-wall conceit"
    synonym:
  • conceit

3. Μια πνευματώδης ή έξυπνη στροφή της φράσης

  • "Θα μπορούσε πάντα να καταλήξει σε κάποια εμπνευσμένη απόκρυψη εκτός τείχους"
    συνώνυμο:
  • απόκρυψη

4. An artistic device or effect

  • "The architect's brilliant conceit was to build the house around the tree"
    synonym:
  • conceit

4. Μια καλλιτεχνική συσκευή ή αποτέλεσμα

  • "Η λαμπρή έπαρση του αρχιτέκτονα ήταν να χτίσει το σπίτι γύρω από το δέντρο"
    συνώνυμο:
  • απόκρυψη

5. The trait of being unduly vain and conceited

  • False pride
    synonym:
  • conceit
  • ,
  • conceitedness
  • ,
  • vanity

5. Το χαρακτηριστικό του να είναι αδικαιολόγητα μάταιο και περιποιημένο

  • Ψεύτικη υπερηφάνεια
    συνώνυμο:
  • απόκρυψη
  • ,
  • αποδοχή
  • ,
  • ματαιοδοξία