Translation meaning & definition of the word "concede" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραχώρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Concede
[Παραδέχεται]/kənsid/
verb
1. Admit (to a wrongdoing)
- "She confessed that she had taken the money"
- synonym:
- concede ,
- profess ,
- confess
1. Παραδεχτείτε ( ένα αδίκημα
- "Ομολόγησε ότι είχε πάρει τα χρήματα"
- συνώνυμο:
- παραδέχομαι ,
- παραδίδω ,
- ομολογώ
2. Be willing to concede
- "I grant you this much"
- synonym:
- concede ,
- yield ,
- grant
2. Να είστε πρόθυμοι να παραδεχτείτε
- "Σου δίνω τόσα πολλά"
- συνώνυμο:
- παραδέχομαι ,
- απόδοση ,
- επιχορήγηση
3. Give over
- Surrender or relinquish to the physical control of another
- synonym:
- concede ,
- yield ,
- cede ,
- grant
3. Παραδίδω
- Παραδοθείτε ή παραιτηθείτε από τον φυσικό έλεγχο ενός άλλου
- συνώνυμο:
- παραδέχομαι ,
- απόδοση ,
- παραχωρώ ,
- επιχορήγηση
4. Acknowledge defeat
- "The candidate conceded after enough votes had come in to show that he would lose"
- synonym:
- concede
4. Αναγνωρίστε την ήττα
- "Ο υποψήφιος παραδέχθηκε ότι μετά από αρκετές ψήφους είχε έρθει για να δείξει ότι θα χάσει"
- συνώνυμο:
- παραδέχομαι