Translation meaning & definition of the word "concealment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόκρυψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Concealment
[Απόκρυψη]/kənsilmənt/
noun
1. The condition of being concealed or hidden
- synonym:
- privacy ,
- privateness ,
- secrecy ,
- concealment
1. Η κατάσταση του να είσαι κρυμμένος ή κρυμμένος
- συνώνυμο:
- απόρρητο ,
- ιδιωτικότητα ,
- μυστικότητα ,
- απόκρυψη
2. A covering that serves to conceal or shelter something
- "A screen of trees afforded privacy"
- "Under cover of darkness"
- "The brush provided a covert for game"
- "The simplest concealment is to match perfectly the color of the background"
- synonym:
- screen ,
- cover ,
- covert ,
- concealment
2. Ένα κάλυμμα που χρησιμεύει για να κρύψει ή να στεγάσει κάτι
- "Μια οθόνη των δέντρων παρείχε ιδιωτικότητα"
- "Κάτω από το σκοτάδι"
- "Η βούρτσα παρείχε ένα μυστικό για το παιχνίδι"
- "Η απλούστερη απόκρυψη είναι να ταιριάζει απόλυτα με το χρώμα του φόντου"
- συνώνυμο:
- οθόνη ,
- κάλυμμα ,
- συγκαλύπτω ,
- απόκρυψη
3. The activity of keeping something secret
- synonym:
- concealment ,
- concealing ,
- hiding
3. Η δραστηριότητα της διατήρησης κάτι μυστικό
- συνώνυμο:
- απόκρυψη ,
- κρύβω