Translation meaning & definition of the word "concealed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλεισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Concealed
[Αποκρύπτω]/kənsild/
adjective
1. Not accessible to view
- "Concealed (or hidden) damage"
- "In stormy weather the stars are out of sight"
- synonym:
- concealed ,
- hidden ,
- out of sight
1. Δεν είναι προσβάσιμο για προβολή
- "Αποκαλυμμένη ( κρυμμένη) ζημιά"
- "Σε θυελλώδεις καιρικές συνθήκες τα αστέρια είναι εκτός όρασης"
- συνώνυμο:
- κρυμμένος ,
- εκτός επιφάνειας
2. Hidden on any grounds for any motive
- "A concealed weapon"
- "A concealed compartment in his briefcase"
- synonym:
- concealed
2. Κρυμμένο για οποιονδήποτε λόγο για οποιοδήποτε κίνητρο
- "Ένα κρυμμένο όπλο"
- "Ένα κρυμμένο διαμέρισμα στο χαρτοφύλακά του"
- συνώνυμο:
- κρυμμένος
Examples of using
There is nothing concealed that will not be revealed.
Δεν υπάρχει τίποτα κρυμμένο που δεν θα αποκαλυφθεί.
He concealed his poverty from my eyes.
Έκρυψε τη φτώχεια του από τα μάτια μου.
He concealed the book under his coat.
Κρύβει το βιβλίο κάτω από το παλτό του.