Translation meaning & definition of the word "conceal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκυλί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conceal
[Αντιφατικό]/kənsil/
verb
1. Prevent from being seen or discovered
- "Muslim women hide their faces"
- "Hide the money"
- synonym:
- hide ,
- conceal
1. Αποτρέψτε την εμφάνιση ή την ανακάλυψη
- "Οι μουσουλμάνες κρύβουν τα πρόσωπά τους"
- "Κρύστε τα χρήματα"
- συνώνυμο:
- κρύβω
2. Hold back
- Keep from being perceived by others
- "She conceals her anger well"
- synonym:
- conceal ,
- hold back ,
- hold in
2. Κρατώ πίσω
- Αποφύγετε να γίνετε αντιληπτοί από τους άλλους
- "Καλύπτει το θυμό της"
- συνώνυμο:
- κρύβω ,
- κρατώ πίσω ,
- κρατώ
Examples of using
Tom could barely conceal his excitement.
Ο Τομ δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του.
Tom tried to conceal his passion for Mary.
Ο Τομ προσπάθησε να κρύψει το πάθος του για τη Μαίρη.
Tom couldn't conceal the truth from Mary.
Ο Τομ δεν μπορούσε να κρύψει την αλήθεια από τη Μαίρη.