Translation meaning & definition of the word "comrade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύντροφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Comrade
[Σύντροφοσ]/kɑmræd/
noun
1. A friend who is frequently in the company of another
- "Drinking companions"
- "Comrades in arms"
- synonym:
- companion ,
- comrade ,
- fellow ,
- familiar ,
- associate
1. Ένας φίλος που είναι συχνά στην εταιρεία του άλλου
- "Περίεργοι σύντροφοι"
- "Συντρόφισσες στα όπλα"
- συνώνυμο:
- σύντροφος ,
- σύντροφοσ ,
- συνάδελφοσ ,
- οικείος ,
- συνεργάτης
2. A fellow member of the communist party
- synonym:
- Comrade
2. Συνάδελφος του κομμουνιστικού κόμματος
- συνώνυμο:
- Σύντροφοσ
3. Used as a term of address for those male persons engaged in the same movement
- "Greetings, comrade!"
- synonym:
- brother ,
- comrade
3. Χρησιμοποιείται ως όρος διεύθυνσης για τα άτομα που ασχολούνται με την ίδια κίνηση
- "Χαιρετώ, σύντροφε!"
- συνώνυμο:
- αδελφός ,
- σύντροφοσ
Examples of using
"Worry not, comrade, for I have a plan!" - "That worries me..."
"Μη συγχωρείτε, σύντροφε, γιατί έχω ένα σχέδιο!" - "Αυτό με ανησυχεί..."
How should he be addressed, "citizen" or "comrade?"
Πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί, "πολίτης" ή "σύντροφος?"