Translation meaning & definition of the word "compute" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπολογισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Compute
[Υπολογίζω]/kəmpjut/
verb
1. Make a mathematical calculation or computation
- synonym:
- calculate ,
- cipher ,
- cypher ,
- compute ,
- work out ,
- reckon ,
- figure
1. Κάντε έναν μαθηματικό υπολογισμό ή υπολογισμό
- συνώνυμο:
- υπολογίζω ,
- κρυπτογράφηση ,
- κυπαρισσιούχοσ ,
- εργάζομαι ,
- σχήμα