Translation meaning & definition of the word "compulsory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποχρεωτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Compulsory
[Υποχρεωτικόσ]/kəmpəlsəri/
adjective
1. Required by rule
- "In most schools physical education is compulsory"
- "Attendance is mandatory"
- "Required reading"
- synonym:
- compulsory ,
- mandatory ,
- required
1. Απαιτείται από τον κανόνα
- "Στα περισσότερα σχολεία η φυσική αγωγή είναι υποχρεωτική"
- "Η παρακολούθηση είναι υποχρεωτική"
- "Απαιτούμενη ανάγνωση"
- συνώνυμο:
- υποχρεωτικός ,
- απαιτείται