Translation meaning & definition of the word "compulsive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρορμητικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Compulsive
[Ψυχαναγκαστικόσ]/kəmpəlsɪv/
noun
1. A person with a compulsive disposition
- Someone who feels compelled to do certain things
- synonym:
- compulsive
1. Ένα άτομο με καταναγκαστική διάθεση
- Κάποιος που αισθάνεται υποχρεωμένος να κάνει ορισμένα πράγματα
- συνώνυμο:
- καταναγκαστικόσ
adjective
1. Caused by or suggestive of psychological compulsion
- "Compulsive drinking"
- synonym:
- compulsive
1. Προκαλείται ή υποδηλώνει ψυχολογικό καταναγκασμό
- "Υποχρεωτική κατανάλωση"
- συνώνυμο:
- καταναγκαστικόσ
2. Strongly motivated to succeed
- synonym:
- compulsive ,
- determined ,
- driven
2. Ισχυρά κίνητρα για να πετύχει
- συνώνυμο:
- καταναγκαστικόσ ,
- αποφασισμένος ,
- οδηγημένος