Translation meaning & definition of the word "compulsion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπίεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Compulsion
[Συμπίεση]/kəmpəlʃən/
noun
1. An urge to do or say something that might be better left undone or unsaid
- "He felt a compulsion to babble on about the accident"
- synonym:
- compulsion ,
- irresistible impulse
1. Μια επιθυμία να κάνετε ή να πείτε κάτι που θα μπορούσε να μείνει καλύτερα αναιρεθεί ή να μην πληρωθεί
- "Ένιωσε τον εξαναγκασμό να παραπαίει για το ατύχημα"
- συνώνυμο:
- καταναγκασμός ,
- ακαταμάχητη ώθηση
2. An irrational motive for performing trivial or repetitive actions, even against your will
- "Her compulsion to wash her hands repeatedly"
- synonym:
- compulsion ,
- obsession
2. Ένα παράλογο κίνητρο για την εκτέλεση ασήμαντων ή επαναλαμβανόμενων ενεργειών, ακόμη και ενάντια στη θέλησή σας
- "Καταναγκασμός της να πλένει τα χέρια της επανειλημμένα"
- συνώνυμο:
- καταναγκασμός ,
- εμμονή
3. Using force to cause something to occur
- "Though pressed into rugby under compulsion i began to enjoy the game"
- "They didn't have to use coercion"
- synonym:
- compulsion ,
- coercion
3. Χρησιμοποιώντας δύναμη για να προκαλέσει κάτι να συμβεί
- "Αν και πιεσμένος στο ράγκμπι υπό καταναγκασμό άρχισα να απολαμβάνω το παιχνίδι"
- "Δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν εξαναγκασμό"
- συνώνυμο:
- καταναγκασμός ,
- εξαναγκασμός