Translation meaning & definition of the word "compromise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμβιβασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Compromise
[Συμβιβασμόσ]/kɑmprəmaɪz/
noun
1. A middle way between two extremes
- synonym:
- compromise ,
- via media
1. Ένας μέσος δρόμος ανάμεσα σε δύο άκρα
- συνώνυμο:
- συμβιβασμός ,
- μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης
2. An accommodation in which both sides make concessions
- "The newly elected congressmen rejected a compromise because they considered it `business as usual'"
- synonym:
- compromise
2. Ένα κατάλυμα στο οποίο και οι δύο πλευρές κάνουν παραχωρήσεις
- "Οι νεοεκλεγέντες βουλευτές απέρριψαν έναν συμβιβασμό επειδή τον θεωρούσαν ως συνήθως `επιχείρηση'"
- συνώνυμο:
- συμβιβασμός
verb
1. Make a compromise
- Arrive at a compromise
- "Nobody will get everything he wants
- We all must compromise"
- synonym:
- compromise
1. Κάνω συμβιβασμό
- Φτάνω σε έναν συμβιβασμό
- "Κανείς δεν θα πάρει όλα όσα θέλει
- Πρέπει όλοι να συμβιβαστούμε"
- συνώνυμο:
- συμβιβασμός
2. Settle by concession
- synonym:
- compromise
2. Εγκατάσταση με παραχώρηση
- συνώνυμο:
- συμβιβασμός
3. Expose or make liable to danger, suspicion, or disrepute
- "The nuclear secrets of the state were compromised by the spy"
- synonym:
- compromise
3. Εκθέστε ή να ευθύνονται για κίνδυνο, υποψία ή διαταραχή
- "Τα πυρηνικά μυστικά του κράτους συμβιβάστηκαν από τον κατάσκοπο"
- συνώνυμο:
- συμβιβασμός
Examples of using
We should make a compromise.
Πρέπει να κάνουμε έναν συμβιβασμό.
It was a compromise.
Ήταν ένας συμβιβασμός.
Relationships involve compromise.
Οι σχέσεις περιλαμβάνουν συμβιβασμό.