Translation meaning & definition of the word "compressed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπιεσμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Compressed
[Συμπιεσμένα]/kəmprɛst/
adjective
1. Pressed tightly together
- "With lips compressed"
- synonym:
- compressed ,
- tight
1. Πιέζεται σφιχτά μαζί
- "Με τα χείλη συμπιεσμένα"
- συνώνυμο:
- συμπιεσμένοσ ,
- σφιχτός
2. Reduced in volume by pressure
- "Compressed air"
- synonym:
- compressed
2. Μειωμένος στον όγκο από την πίεση
- "Συμπιεσμένος αέρας"
- συνώνυμο:
- συμπιεσμένοσ
3. Flattened laterally along the whole length (e.g., certain leafstalks or flatfishes)
- synonym:
- compressed ,
- flat
3. Ισοπεδωμένο πλευρικά κατά μήκος ολόκληρου του μήκους (π.χ., ορισμένα φυλλάδια ή πλατυποδία)
- συνώνυμο:
- συμπιεσμένοσ ,
- επίπεδο
Examples of using
The gas was compressed into a gas cylinder.
Το αέριο συμπιέστηκε σε έναν κύλινδρο αερίου.
Send it to me as a compressed file.
Στείλτε το σε μένα ως συμπιεσμένο αρχείο.
The gas was compressed into a gas cylinder.
Το αέριο συμπιέστηκε σε έναν κύλινδρο αερίου.