Translation meaning & definition of the word "compost" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κομποστ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Compost
[Κομπόστα]/kɑmpoʊst/
noun
1. A mixture of decaying vegetation and manure
- Used as a fertilizer
- synonym:
- compost
1. Ένα μείγμα αποσυντιθέμενης βλάστησης και κοπριάς
- Χρησιμοποιείται ως λίπασμα
- συνώνυμο:
- κομπόστα
verb
1. Convert to compost
- "Compost organic debris"
- synonym:
- compost
1. Μετατρέπω σε κομπόστ
- "Συμπίεση οργανικών συντριμμιών"
- συνώνυμο:
- κομπόστα