Translation meaning & definition of the word "composite" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύνθετο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Composite
[Σύνθετοσ]/kəmpɑzət/
noun
1. A conceptual whole made up of complicated and related parts
- "The complex of shopping malls, houses, and roads created a new town"
- synonym:
- complex ,
- composite
1. Ένα εννοιολογικό σύνολο που αποτελείται από περίπλοκα και σχετικά μέρη
- "Το συγκρότημα των εμπορικών κέντρων, των σπιτιών και των δρόμων δημιούργησε μια νέα πόλη"
- συνώνυμο:
- σύνθετοσ
2. Considered the most highly evolved dicotyledonous plants, characterized by florets arranged in dense heads that resemble single flowers
- synonym:
- composite ,
- composite plant
2. Θεωρούνται τα πιο εξελιγμένα δικοτυλήδονα φυτά, που χαρακτηρίζονται από φλωρίνες τοποθετημένες σε πυκνά κεφάλια που μοιάζουν
- συνώνυμο:
- σύνθετοσ ,
- σύνθετο φυτό
adjective
1. Consisting of separate interconnected parts
- synonym:
- composite
1. Αποτελείται από ξεχωριστά διασυνδεδεμένα μέρη
- συνώνυμο:
- σύνθετοσ
2. Of or relating to or belonging to the plant family compositae
- synonym:
- composite
2. Από ή σχετίζονται ή ανήκουν στην οικογένεια των φυτών σύνθετα
- συνώνυμο:
- σύνθετοσ